γοργόνα

From LSJ

μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)

Source

Greek Monolingual

η
1. θαλάσσιος δαίμονας με σώμα γυναίκας ώς τη μέση και στη συνέχεια με σώμα ψαριού που έχει μία ή δύο ουρές
2. γυναίκα ωραία και χαριτωμένη
3. μεγαλόσωμη, δύστροπη γυναίκα
4. ακρόπρωρο καραβιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη λ. Γοργώ, δηλωνόταν ένα τέρας της ελληνικής μυθολογίας. Από τον Ησίοδο όμως, που ο μύθος της Γοργούς άλλαξε και αντί ενός έγιναν τρία τέρατα με μορφή γυναίκας, σχηματίστηκε πληθ. Γοργόνες, έπειτα δε αιτ. ενικού Γοργόνα και ονομαστ. Γοργών, απ' όπου και το νεοελλ. γοργόνα].