γραμματοδιδάσκαλος

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source

English (LSJ)

ὁ, schoolmaster, SIG578.8 (Teos), Telesp.50 H., Phld. Acad.Ind.p.24 M., Plu.Alc.7, Porph.Plot.3,BGU1214.4; cf. γραμμοδιδασκαλίδης.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 maestro de primeras letras, maestro de escuela Teles p.50, SIG 578.7 (Teos II a.C.), Phld.Acad.Hist.9.2, Str.14.1.18, PMerton 113.8 (II d.C.), POxy.2421.48 (IV d.C.), Porph.Plot.3, BGU 1214.4 (IV d.C.), Hierocl.Facet.140, POxy.3952.40 (VII d.C.), Hsch.s.u. γραμματιστής.
2 en el Egipto ptol. redactor de contratos, escriba egipcio que actuaba como notario de derecho local τῶν ... Αἰγυπτίων γραμματοδιδασκάλων τῶν εἰωθότων γράφειν τὰ συναλλάγματα κατὰ τὸν τῆς χώρας νόμον BGU 1214.4 (II a.C.), cf. PRyl.572.10 (II a.C.) (dud.).

German (Pape)

[Seite 504] ὁ, = γραμματιστής, Plut. Alc. 7 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
maître d'école.
Étymologie: γράμμα, διδάσκαλος.

Russian (Dvoretsky)

γραμμᾰτοδιδάσκᾰλος: ὁ Plut. = γραμματιστής 2.

Greek (Liddell-Scott)

γραμμᾰτοδῐδάσκαλος: ὁ, διδάσκαλος, Τέλης παρὰ Στοβ. 535. 15·― γραμμοδιδασκαλίδης Τίμων παρ’ Ἀθην. 588Β· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 669.

Greek Monolingual

ο (AM γραμματοδιδάσκαλος)
αυτός που διδάσκει τα πρώτα γράμματα στους μαθητές
νεοελλ.
κατώτερος βαθμός δασκάλου.