δίγαμος

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίγᾰμος Medium diacritics: δίγαμος Low diacritics: δίγαμος Capitals: ΔΙΓΑΜΟΣ
Transliteration A: dígamos Transliteration B: digamos Transliteration C: digamos Beta Code: di/gamos

English (LSJ)

[ῐ], ον, married to two people, adulterous, Stes.26, Man. 5.291.

Spanish (DGE)

(δίγᾰμος) -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
1 que ha tenido dos bodas sucesivas de las hijas de Tíndaro, Stesich.46.4
bígamo δίγαμοι, δίγονοί θ' ἅμα καὶ διπολῖται Man.5.291, ref. mujeres, Vett.Val.387.20.
2 casado en segundas nupcias Basil.Ep.188.4, Origenes Hom.20.4 in Ier., Comm.in Mt.14.22, Hippol.Haer.9.12.22.

German (Pape)

[Seite 615] zum zweitenmal verheirathet; Stesichor. bei Schol. Eur. Or. 243; Man. 5, 291.

Greek (Liddell-Scott)

δίγαμος: -ον, ὁ ὢν συνδεδεμένος διὰ γάμου πρὸς δύο πρόσωπα συγχρόνως, μοιχός, Στησίχ. 74, Μανέθων 5. 291. ΙΙ. εἰς δεύτερον γάμον ἐλθών, Βασίλ. 4, 673Α, Ἱππόλ. Αἱρ. 9. 12.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM -ος, -ον)
1. αυτός που συνάπτει δεύτερο γάμο ενώ διαρκεί ο πρώτος
2. αυτός που συνάπτει δεύτερο γάμο μετά τη διάλυση του πρώτου, ο ξαναπαντρεμένος.

Translations

adulterous

Bulgarian: блуден, извънбрачен; Catalan: adúlter; Czech: nevěrný; Esperanto: adulta; Finnish: uskoton, haureellinen, rietas; French: adultère; Galician: adúltero; German: ehebrecherisch; Ancient Greek: γαμοκλόπος, δίγαμος, κατάμοιχος, λαθραιόκοιτος, μοιχαλίς, μοιχευτής, μοιχευτός, μοιχεύτρια, μοιχικός, μοιχοτύπη, μοιχῶδες, μοιχώδης; Hungarian: házasságtörő; Irish: adhaltrach; Italian: adultero; Latin: adulter; Maori: tōkohi, toukohi; Norman: adultéthe; Plautdietsch: ehebräakjarisch; Polish: cudzołożny, pozamałżeński; Portuguese: adúltero; Romagnol: adùltar, adùlter; Russian: прелюбодейный, блудный, неверный, гулящий; Scottish Gaelic: adhaltranach; Spanish: adúltero