δασκαλισμός
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
Greek Monolingual
ο
1. νοοτροπία ή συμπεριφορά που αρμόζει σε στενοκέφαλο ή σχολαστικό δάσκαλο
2. εξεζητημένος αρχαϊσμός στη γλώσσα, συχνά εσφαλμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (δι) δάσκαλος + -ισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εστία].