δασώνω
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
Greek Monolingual
δάσος
Ι. 1. δεντροφυτεύω μια περιοχή ώστε να γίνει δάσος
2. (για τόπο) γίνομαι δασώδης, γεμίζω θάμνους («έμεινε χέρσο το χωράφι και δάσωσε»)
3. (για δέντρα ή θάμνους) αποκτώ πυκνό φύλλωμα («δάσωσε η τριανταφυλλιά»)
4. φρ. «σαν βάτος να δασώσει η νύφη κι ο γαμπρός» — να αποκτήσουν πολλά βλαστάρια, πολλά παιδιά κι εγγόνια
II. (μτχ. παθ. παρακμ.) δασωμένος, -η, -ο (Μ δασωμένος, -η, -ον)
1. (για τόπο) δασώδης
2. (για χωράφι ή κήπο) πυκνόφυτος ή πυκνοφυτεμένος
νεοελλ.
δασύτριχος («τα δασωμένα στήθια»).