δαφνέλαιο

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source

Greek Monolingual

το (AM δαφνέλαιον)
λάδι που βγαίνει με συμπίεση από τους καρπούς της δάφνης
νεοελλ.
λιπαρή ουσία που εξάγεται από τους καρπούς της δάφνης της ευγενούς με συμπίεση και βράσιμο.