διαβατήριο

From LSJ

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis 109-11

Greek Monolingual

το (AM διαβατήριος, -α, -ον)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ.
1. πιστοποιητικό αποδημίας σε μορφή βιβλιαρίου, με το οποίο επιτρέπεται σε κάποιον να ταξιδέψει στο εξωτερικό
2. φρ. «πήρε διαβατήριο για τον άλλο κόσμο» — είναι ετοιμοθάνατος
αρχ.-μσν.
αυτός που έχει σχέση με τη διάβαση
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) θυσίες εκ μέρους του αρχηγού εκστρατευτικού σώματος πριν από τη διάβαση ποταμού ή τών ορίων της χώρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχαία λ. διαβατήριο χρησιμοποιήθηκε στη Νεοελληνική για την απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. passeport)].