Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt
η (AM διατήρησις) διατηρώ
1. διαφύλαξη, συντήρηση, διάσωση από τη φθορά
2. διάθρεψη, διατροφή
3. παραμονή στην ίδια κατάσταση χωρίς μεταβολές.