διαυλοδρόμος

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαυλοδρόμος Medium diacritics: διαυλοδρόμος Low diacritics: διαυλοδρόμος Capitals: ΔΙΑΥΛΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: diaulodrómos Transliteration B: diaulodromos Transliteration C: diavlodromos Beta Code: diaulodro/mos

English (LSJ)

running the δίαυλος, IG 7.1772 (Thespiae), Liv. Ann. 3.146 (Thessaly); written διαυλαδρόμος CIG 2758 (Aphrodisias); metaph of the cock, διὰ γὰρ τῆς αὐλῆς τρέχει interpol. in Artem. 4.22.

Spanish (DGE)

-ου
• Alolema(s): διαυλαδ- IAphrodisias 3.52.4.11 (imper.)
corredor del doble estadio, ἀνήρ IG 7.1772.4 (Tespias II d.C.), IAphrodisias l.c., παῖς IG 5(1).19.8 (Laconia), IKyzikos 526.4 (II/III d.C.), TAM 5.1010.4 (Tiatira, imper.), Sch.Pi.P.10.22a, N.8.26
fig. c. falsa etim. δ. ὁ ἀλεκτρυὼν γίνεται, διὰ γὰρ τῆς αὐλῆς τρέχει Artem.4.22.

German (Pape)

[Seite 609] im Diaulos wettlaufend, komisch, Artemid. 4, 24, δ. ὁ ἀλεκτρυὼν γίγνεται· διὰ γὰρ τῆς αὐλῆς τρέχει.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. διαυλοδρόμης.

Greek (Liddell-Scott)

διαυλοδρόμος: ὁ ἀγωνιζόμενος τὸν δίαυλον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2758, Keil. Ἐπιγρ. Βοιωτ. σ. 52· μεταφ, ἐπὶ τοῦ ἀλέκτορος, διὰ γὰρ τῆς αὐλῆς τρέχει Ἀρτεμίδ. 4. 24.

Greek Monolingual

διαυλοδρόμος και διαυλοδρόμης και διαυληδρόμος και διαυλαδρόμος, ο (Α)
1. αυτός που αγωνίζεται, τρέχει στον δίαυλο
2. (για κόκορα) αυτός που τρέχει στην αυλή.