διαχώρησις
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
-εως, ἡ, excretion, Hp.Aph.2.18, Arist.PA675a22, Phld.D.3.14 (pl.), Porph.Abst.1.45; δ. αἵματος Hp.Aph.5.64.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Morfología: [jón. plu. nom. διαχωρήσιες Hp.Aph.2.18]
1 abstr. evacuación, deposición de excrementos, Hp.l.c., Aër.7, Arist.PA 675a22, Phylotim.9, Phld.D.3.14.37, Gal.2.584, Porph.Abst.1.45, μελάνων διαχωρήσιες Hp.Coac.325, αἵματος δ. hemorragia Hp.Aph.5.64, Prorrh.1.129, ref. a cualquier evacuación corporal, dif. de ὑποχώρησις Gal.17(2).489.
2 concr. heces, deposición δ. λεπτὴ πολλὴ ἄχολος Hp.Epid.4.15, αἱματώδης Hp.Coac.590, λευκή Gal.16.541, cf. Hp.Acut.(Sp.) 23, Phylotim.9, Gal.1.370.
German (Pape)
[Seite 614] ἡ, dasselbe, Hippocr.; unterschieden von διάῤῥοια, Arist. part. an. 3, 14.
Greek Monolingual
διαχώρησις, η (AM)
κένωση, αποπάτηση
μσν.
χωρητικότητα («ἡ κοιλότης καὶ διαχώρησις τοῦδέ τινος σκεύους», Θωμάς ο Μάγιστρος).
Russian (Dvoretsky)
διαχώρησις: εως ἡ физиол. выделение, извержение Arst.