διοίσω

From LSJ

ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοίσω Medium diacritics: διοίσω Low diacritics: διοίσω Capitals: ΔΙΟΙΣΩ
Transliteration A: dioísō Transliteration B: dioisō Transliteration C: dioiso Beta Code: dioi/sw

English (LSJ)

διοίσομαι, v. διαφέρω.

French (Bailly abrégé)

f. de διαφέρω.

German (Pape)

fut. zu διαφέρω.

Russian (Dvoretsky)

διοίσω: fut. к διαφέρω.

Greek (Liddell-Scott)

διοίσω: διοίσομαι, ἴδε ἐν λ. διαφέρω.

Greek Monotonic

διοίσω: δι-οίσομαι, Μέσ. και Ενεργ. μέλ. του διαφέρω.