διονυσιακός
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
ή, όν, belonging to the Dionysia or to Dionysus, Δ. θέατρον Th. 8.93; ἀγών Arist. Rh. 1416a32, cf. Pol. 1323a2; Διονυσιακά, τά, poems on the legend of Bacchus, e.g. by Nonnus; διονυσιακόν, τό, prob., = διονύσιον, Gal. 12.423.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne Dionysos ou les Dionysies.
Étymologie: Διόνυσος.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM διονυσιακός, -ή, -όν) Διονύσια
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Διόνυσο ή στα Διονύσια
νεοελλ.
ενθουσιώδης, οργιαστικός
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Διονυσιακά
επικά ποιήματα με θέματα από τη μυθολογία του Διονύσου
2. το ουδ. εν. ως ουσ. διονυσιακόν
ο καρπός του κισσού
3. φρ. «διονυσιακοὶ τεχνῖται» — οι καλλιτέχνες που μετέχουν στις διονυσιακές γιορτές.