δισσότοκος

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δισσότοκος Medium diacritics: δισσότοκος Low diacritics: δισσότοκος Capitals: ΔΙΣΣΟΤΟΚΟΣ
Transliteration A: dissótokos Transliteration B: dissotokos Transliteration C: dissotokos Beta Code: disso/tokos

English (LSJ)

ον, twice-born, of Bacchus, Nonn. D. 1.4.

Spanish (DGE)

-ον nacido dos veces de Baco, Nonn.D.1.4, cf. 41.75.

Greek Monolingual

δισσότοκος, -ον (Α)
(για τον Διόνυσο) αυτός που γεννήθηκε δύο φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + -τοκος < τίκτω. Ο τονισμός στην προπαραλήγουσα προσδίδει στη λ. παθητική σημ. («γεννημένος από...»), έναντι του παροξυτονούμενου συνθέτου (δισσοτόκος) που έχει ενεργητική σημ. («αυτή που γέννησε...»)].

German (Pape)

zweimal geboren; Dionysos, Nonn. D. 1.4.