δυσκολεύω
From LSJ
Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh
Greek Monolingual
και δυσκολεύγω
Ι. 1. καθιστώ κάτι δύσκολο, δυσχεραίνω
2. γίνομαι εμπόδιο, εμποδίζω
3. φέρνω αντιρρήσεις, αρνούμαι («αν τή 'ρεχτής και θέλης τη, ζιμιό να τσή μηνύσω, κι α δυσκολέψη, ζωντανή δε θε να τήν αφήσω», Ερωτόκρ.)
4. γίνομαι δύσκολος
5. αλλάζω γνώμη, μεταπείθομαι
II. (-ομαι)
1. διστάζω «δυσκολεύομαι να το πιστέψω»)
2. έχω οικονομικές δυσχέρειες («δυσκολεύομαι να τά πληρώσω»).