δᾳδώδης
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
δᾳδῶδες, resinous, Thphr. HP 3.9.7, 9.2.5 (Comp.), Plu.2.648d.
Spanish (DGE)
-ες
resinoso de la madera de abeto, Thphr.HP 3.9.7, cf. 9.2.5, Plu.2.651b
•de árboles propio para teas Plu.2.648d.
German (Pape)
[Seite 513] ες, kienig, Theophr.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
résineux.
Étymologie: δᾴς, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
δᾳδώδης: горючий, легко воспламеняющийся (φυτά Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δᾳδώδης: -ες, (εἶδος) πλήρης δᾳδὸς ἢ ὅμοιος δᾳδὶ, ῥητινώδης, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 9, 7.
Greek Monolingual
δᾳδώδης, -ες (Α) δας
(για φυτά ή ξύλα) αυτός που περιέχει ρετσίνι.