εισαγγέλλω

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source

Greek Monolingual

εἰσαγγέλλω (Α)
1. μπαίνω μέσα και αναγγέλλω κάποιον
2. ψιθυρίζω το όνομα κάποιου
3. αναφέρω, αναγγέλλω
4. καταγγέλλω, μηνύω
5. (αττ. δίκ.) καταγγέλλω κάποιον για δημόσιο αδίκημα
6. (για αισθήσεις) είμαι εισαγγελέας.