εκτάσσω

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source

Greek Monolingual

ἐκτάσσω, αττ. τ. ἐκτάττω (Α)
1. (για στρατηγό) βγάζω από το στρατόπεδο και παρατάσσω τον στρατό για μάχη
2. καταγράφω σε καταλόγους
3. γράφω, χαράζω
4. καταγράφω τους φόρους
5. τακτοποιώ, ρυθμίζω, κανονίζω.