εκφωνώ

From LSJ

Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft

Menander, Monostichoi, 409

Greek Monolingual

(-έω) (AM ἐκφωνῶ)
νεοελλ.
απαγγέλλω δυνατά, διαβάζω μεγαλόφωνα
«εκφωνώ λόγο», «εκφωνώ τα ονόματα τών μαρτύρων»
αρχ.-μσν.
1. κραυγάζω2. λέγω, αποφαίνομαι
3. προφέρω, απαγγέλλω
4. κοινοποιώ, γνωστοποιώ με κήρυκα
5. μνημονεύω ρητά, κάνω μνεία
6. καθορίζω («εἰ μὴ ἐκφωνήσω χρόνον»).