εμπέδωση

From LSJ

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source

Greek Monolingual

η (Α ἐμπέδωσις)
1. σταθεροποίηση, παγίωσηεμπέδωση του μαθήματος», «εμπέδωση της καταστάσεως»)
2. (στη μαιευτική) το πέρασμα του κεφαλιού του κυήματος από το ανώτερο στόμιο της πυέλου
αρχ.
διατήρηση, φύλαξη.