εναπόθεση

From LSJ

Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn

Menander, Monostichoi, 391

Greek Monolingual

η (Α ἐναπόθεσις)
η απόθεση σ' έναν τόπο, εναποθήκευση, συσσώρευση, κατάθεση
νεοελλ.
οι γεώδεις ύλες και τα άλατα που κάθονται πάνω στην εσωτερική επιφάνεια του ατμολέβητα.