εντύπωση

From LSJ

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source

Greek Monolingual

η (Α ἐντύπωσις)
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εντυπώνω
νεοελλ.
1. (ψυχολ.) κάθε αντίληψη κατ' αίσθηση που γεννιέται στην ψυχή από εξωτερικά ερεθίσματα καθώς και το αποτέλεσμα που ακολουθεί (συναίσθημα ή σκέψη) («μού προξένησε αλγεινή εντύπωση η διαγωγή του»)
2. ζωηρή αίσθηση, το συναίσθημα που δημιουργείται στην αντίληψη ή στη μνήμη από ένα θέαμα ή ακρόαμα («ο λόγος του έκανε εντύπωση»)
αρχ.
αποτύπωμα, χάραγμα με πίεση, εγγλυφή.