επίπλοον

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190

Greek Monolingual

και επίπλουν, το ή επίπλοος και επίπλους, ο (Α ἐπίπλοον και ἐπίπλουν ή ἐπίπλοος και ἐπίπλους)
ανατ. το δέρτρον. ο λιπώδης υμένας που καλύπτει την κοιλιά και τα σπλάγχνα, κν. σκέπη, μπόλια, τσίπα
νεοελλ.
ονομασία τών διπλώσεων του περιτοναίου που συνδέουν τα σπλάγχνα μεταξύ τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η υποτεθείσα σύνδεση της λέξεως με σλαβικούς τύπους (λιθ. pleve «λεπτό δέρμα», ρωσ. plevǻ «λεπτή μεμβράνη», σλοβεν. pleva «βλέφαρο»), η οποία δεν λαμβάνει υπ’ όψιν το α’ συνθετικό επί, είναι αμφίβολη. Πρόκειται μάλλον για ρηματ. όνομα του ρ. επι-πλέω «πλέω στην επιφάνεια» (πρβλ. και ακρό-πλοος «αυτός που πλέει ή κολυμπά στην επιφάνεια»].