επιθάπτω

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source

Greek Monolingual

ἐπιθάπτω (Α)
1. ξαναθάβω, θάβω δεύτερη φορά
2. τοποθετώ νεκρό σε τάφο όπου υπάρχει κι άλλος θαμμένος.