τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
ἐργοπόνος, ὁ (AM)
1. αυτός που εκτελεί χειρωνακτική ή κοπιαστική εργασία (γεωργός, αλιεύς, κυνηγός)
2. (για τον Χριστό ως Υιό και Λόγο του Θεού) ο δημιουργός
αρχ.
ως επίθ. εργατικός, φιλόπονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. έργον + πόνος «κόπος»].