εριδμαίνω

From LSJ

τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)

Source

Greek Monolingual

ἐριδμαίνω (Α)
1. ερεθίζω («σφήκεσσιν... οὓς παῖδες ἐριδμαίνουσιν», Ομ. Ιλ.)
2. φιλονεικώ, ερίζω, εριδαίνω
3. κινώ σε φιλονεικία
4. (με δοτ.) συναγωνίζομαι, αμιλλώμαι φιλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερις (θ. εριδ-), αναλογικά προς τα ρήματα σε -μαίνω (πρβλ. πημαίνω)].