ετέρωθεν
From LSJ
και ετέρωθε (ΑΜ ἑτέρωθεν)
επίρρ. από το άλλο μέρος, από την άλλη μεριά, από την άλλη πλευρά
αρχ.
1. στην άλλη μεριά, απέναντι
2. από άλλον τόπο, από άλλο μέρος («ἑτέρωθεν εἰσπράξασθαι», Πλάτ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + επίθ. -θεν, που δηλώνει απομάκρυνση (πρβλ. άλλο-θεν, εκεί-θεν)].