ευρυχωρία

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐρυχωρία, Α και ιων. τ. εὐρυχωρίη) ευρύχωρος
ευρύς χώρος, εκτεταμένος χώρος, απλωσιά
αρχ.
1. ο κενός χώρος στο εξαρθρωμένο μέλος
2. (για εκτεταμένο πεδίο) το κατάλληλο για μάχη
3. (για τη θάλασσα) ανοιχτό και εκτεταμένο μέρος
4. ελεύθερο διάστημα, τόπος για να κάνει κάποιος κάτι.