εφίμερος

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source

Greek Monolingual

ἐφίμερος, -ον (Α)
επιθυμητός, ποθητός, αγαπητός («ἡ τέκνων ὄψις ἐφίμερος προσλεύσσειν ἐμοί», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἵμερος «ποθητός»].