εὐκατάστροφος
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
εὐκατάστροφον, brought to a good conclusion, well-turned, of a period: only in Adv. εὐκαταστρόφως, ἀπηρτίσθαι Demetr.Eloc.10.
German (Pape)
[Seite 1074] wohl abgerundet, κόμματα Demetr. de elocut. 10.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκατάστροφος: -ον, καλῶς συντεταγμένος, ἐπί περιόδου Δημήτρ. Φαλ. 10.
Greek Monolingual
εὐκατάστροφος, -ον (Α)
(για περίοδο) αυτός που φθάνει σε επιτυχημένη «καταστροφή», που ολοκληρώνεται με σαφήνεια και ωραίο ύφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατα-στροφος (< κατα-στρέφω), πρβλ. α-κατά-στροφος).