ζοχάδα

From LSJ

ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Source

Greek Monolingual

η και πληθ. ζοχάδες, οι
1. αιμορροΐδα
2. ιδιοτροπία, νευρική υπερδιέγερση, δυστροπία, στρυφνότητα του χαρακτήρα («σήμερα είναι στις ζοχάδες του»)
3. (για πρόσ.) ζοχαδιακός, οχληρός, ενοχλητικός («αυτός μού έχει γίνει ζοχάδα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μτγν. εσοχάς, -άδος, συνήθως στον πληθ. εσοχάδες «εσωτερικές αιμορροΐδες < εισέχω (πρβλ. και εξοχάδες «εξωτερικές αιμορροΐδες» < εξέχω)].