ζωύφιο

From LSJ

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source

Greek Monolingual

το (Α ζῳΰφιον)
(υποκορ. του ζώο) μικρό ζώο
νεοελλ.
1. έντομο, ζούδι
2. παράσιτο που ζει στο σώμα του ανθρώπου, όπως η ψείρα, ο ψύλλος κ.λπ.
αρχ.
ζωόφυτο, ζώο μαζί και φυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + υποκορ. κατάλ. -ύφιο(ν) (πρβλ. δενδρύφιον, σκευύφιον)].