ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
Full diacritics: σκευύφιον | Medium diacritics: σκευύφιον | Low diacritics: σκευύφιον | Capitals: ΣΚΕΥΥΦΙΟΝ |
Transliteration A: skeuúphion | Transliteration B: skeuuphion | Transliteration C: skevyfion | Beta Code: skeuu/fion |
τό, Dim. of σκεῦος, Lyd.Mag.2.7.
σκευύφιον: τό, ὑποκοριστ. τοῦ σκεῦος, Ἰω. Λυδ. Π. Ἀρχ. Πολιτικ. 2. 7.
τὸ, Μ
(υποκορ. τ.) του σκεύος) μικρό ή ευτελές σκεύος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκεῦος + υποκορ. επίθημα -ύφιον (πρβλ. ζωύφιον)].