ησυχασμός

From LSJ

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis 109-11

Greek Monolingual

ο ησυχάζω·1. η κατάσταση της ησυχίας, ψυχική γαλήνη, ηρεμία, ησυχία
2. η αναχωρητική μοναστική τάση.