θεομίσητος

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεομίσητος Medium diacritics: θεομίσητος Low diacritics: θεομίσητος Capitals: ΘΕΟΜΙΣΗΤΟΣ
Transliteration A: theomísētos Transliteration B: theomisētos Transliteration C: theomisitos Beta Code: qeomi/shtos

English (LSJ)

[ῑ], ον, = θεομισής 1, Arist.(?) in PLit.Lond.112, Ph.2.202.

Greek (Liddell-Scott)

θεομίσητος: -ον, = θεομῑσής, Ἐκκλ.· - θεομισητία, ἡ, = θεοσεχθρία, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 416.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM θεομίσητος, -ον)
αυτός που μισείται από τον θεό ή τους θεούς («η θεομίσητη Διχόνοια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -μισητός (< μισώ), πρβλ. αξιομίσητος, λαομίσητος].

German (Pape)

gottverhaßt, K.S.