θρεπτέος

From LSJ

Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχηFortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück

Menander, Monostichoi, 428
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρεπτέος Medium diacritics: θρεπτέος Low diacritics: θρεπτέος Capitals: ΘΡΕΠΤΕΟΣ
Transliteration A: threptéos Transliteration B: threpteos Transliteration C: threpteos Beta Code: qrepte/os

English (LSJ)

α, ον, (τρέφω)
A to be fed, to be nurtured, metaph., γυμναστικῇ Pl.R. 403c.
II θρεπτέον = one must feed, one must keep, Id.Ti.19a, X.Lac.9.5.
2 (from Pass.) ἢ ἐργαστέον ἢ ἀπὸ τῶν εἰργασμένων θρεπτέον one must live on what has been earned, Id.Eq.Mag.8.8.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de τρέφω.

Greek Monotonic

θρεπτέος: -α, -ον,
I. ρημ. επίθ. του τρέφω, αυτός που προορίζεται να τραφεί, σε Πλάτ.
II. 1. θρεπτέον, αυτό που πρέπει να τραφεί, σε Ξεν.
2. από την Παθ., αυτός που πρέπει να θρέφεται, να ζει, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

θρεπτέος: adj. verb. к τρέφω.

Middle Liddell

θρεπτέος, η, ον verb. adj. of τρέφω,]
I. to be fed, Plat.
II. θρεπτέον, one must feed, Xen.
2. from Pass., one must be fed, one must live, Xen.