κάκανο

From LSJ

τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?

Source

Greek Monolingual

το
χάχανο, ηχηρό γέλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιία από τον ήχο του γέλιου κα-κα-κα (πρβλ. χαχανίζω)].