κίνηθρον
From LSJ
English (LSJ)
τό, = κίνητρον, Poll. 7.169.
German (Pape)
[Seite 1440] τό, = κίνητρον, Poll. 7, 169, wo Bekker κύκηθρον lies't; die Getreideschwinge, Schol. Od. 11, 127.
Greek (Liddell-Scott)
κίνηθρον: τό, κίνητρον, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
κίνηθρον, τὸ (Α)
κίνητρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινη- (πρβλ. ε-κινή-θην, παθ. αόρ. του κινῶ) + επίθ. -θρον (πρβλ. έλκηθρον, κόπηθρον)].