καθοδικός
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
Greek Monolingual
-ή, -ό κάθοδος
(γεν. και ηλεκτρ.)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κάθοδο ή αυτός που χαρακτηρίζεται από την κάθοδο
2. φρ. (ηλεκτρον.) α) «καθοδικός σωλήνας» ή «καθοδική λυχνία» — αερόκενος σωλήνας στον οποίο η πρόσπτωση μιας λεπτής ηλεκτρονικής δέσμης πάνω σε φθορίζον στρώμα κάνει εμφανείς, σε εικόνες πάνω στο στρώμα αυτό, τις εφαρμοζόμενες ηλεκτρικές τάσεις
β) «καθοδικές ακτίνες» — δέσμη ηλεκτρονίων που εκπέμπονται από την κάθοδο, δηλ. το αρνητικό ηλεκτρόδιο, σε μια ηλεκτρική εκκένωση μέσα σε έναν σωλήνα με αέριο χαμηλής πίεσης ή από ένα θερμαινόμενο νήμα σε ορισμένες ηλεκτρονικές λυχνίες.