καθυποτάσσω
From LSJ
βραχεῖα τέρψις ἡδονῆς κακῆς → the enjoyment from a cheap pleasure is short, there's brief enjoyment in dishonourable pleasure
English (LSJ)
Att. καθυποτάττω,
A subject, Phleg.Fr.17 J., PMag.Lond.123.4.
II = καθυπογράφω, PFlor. 377.7(vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 1290] ganz unterordnen, unterwerfen, Schol. Eur. Hipp. 525 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καθυποτάσσω: Ἀττ. -ττω, ὑποτάσσω ἐντελῶς, Εὐσέβ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 1. 46, κτλ.
Greek Monolingual
(AM καθυποτάσσω, Α αττ. τ. καθυποτάττω)
(επιτατ. του υποτάσσω) υποτάσσω κάτι ή κάποιον εντελώς, υποδουλώνω, κατακυριεύω
μσν.-αρχ.
συμπληρώνω, επισυνάπτω, προσαρτώ
αρχ.
πάπ. καθυπογράφω, προσυπογράφω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὑπο-τάσσω.