καλλιγράφος

From LSJ

ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλιγρᾰ́φος Medium diacritics: καλλιγράφος Low diacritics: καλλιγράφος Capitals: ΚΑΛΛΙΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: kalligráphos Transliteration B: kalligraphos Transliteration C: kalligrafos Beta Code: kalligra/fos

English (LSJ)

(parox.), penman, copyist, Edict.Diocl.inIG5(1).1406 (Asine), Hdn.post Moer. p.477 P., An. Ox.2.397, Pall.in Hp.2.102 D.

German (Pape)

[Seite 1309] schön schreibend, malend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιγράφος: ᾰ, ον, ὁ γράφων μὲ καλὸν γράψιμον· ὡς οὐσιαστ., καλὸς ἀντιγραφεὺς βιβλίων, «ἄνδρα τινὰ τῶν εἰς κάλλος γραφόντων, ὃν ἐν συνθέσει φωνῆς καλλιγράφον ὀνομάζει τὰ πλήθη» Θεοφύλ. Σιμοκ. 215C, Ἡρῳδιαν. σ. 477, ἔκδ. Piers., κλ.

Greek Monolingual

ο, η (AM καλλιγράφος, ὁ, ἡ
Α θηλ. και καλλιγράφισσα)
νεοελλ.
ειδικός στην καλλιγραφία ή δάσκαλος της καλλιγραφίας
νεοελλ.-μσν.
αυτός που έχει ωραίο γραφικό χαρακτήρα, που γράφει πολύ ωραία
μσν.-αρχ.
ικανός, επιδέξιος αντιγραφέας παπύρων και κωδίκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -γράφος (< γράφω), πρβλ. ιστοριο-γράφος, κακογράφος.