καλπασμός

From LSJ

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλπασμός Medium diacritics: καλπασμός Low diacritics: καλπασμός Capitals: ΚΑΛΠΑΣΜΟΣ
Transliteration A: kalpasmós Transliteration B: kalpasmos Transliteration C: kalpasmos Beta Code: kalpasmo/s

English (LSJ)

ὁ, trotting, ὁ ἐν ἀναβολῇ κ. Philum. ap. Orib.45.29.36.

Greek Monolingual

ο (Α καλπασμός) καλπάζω
ο ταχύτερος από τους βηματισμούς του αλόγου που εκτελείται σε τρεις χρόνους και ακολουθείται από έναν μικρό χρόνο αιωρήσεως, γκαλόπ, τριποδισμός, τριπόδι.

German (Pape)

ὁ, = κάλπη, Sp.