καμπυλότης

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καμπῠλότης Medium diacritics: καμπυλότης Low diacritics: καμπυλότης Capitals: ΚΑΜΠΥΛΟΤΗΣ
Transliteration A: kampylótēs Transliteration B: kampylotēs Transliteration C: kampylotis Beta Code: kampulo/ths

English (LSJ)

καμπυλότητος, ἡ, crookedness, curvature, Hp.Coac.214, Arist. Cat.10a13, PA643a33, Gal.4.796.

German (Pape)

[Seite 1319] ητος, ἡ, die Krümmung, Arist. H. A. 1, 9 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καμπῠλότης: -ητος, ἡ, κυρτότης, Ἱππ. 153Β, Ἀριστ. Κατηγ. 8. 20, π. Ζ. Μορ. 1. 3, 11, κτλ.

Russian (Dvoretsky)

καμπῠλότης: ητος ἡ изогнутость, изгиб, кривизна Arst.

Greek Monolingual

ἡ (AM καμπυλότης) καμπύλος
η ιδιότητα του καμπύλου, κυρτότητα («η καμπυλότητα της επιφάνειας»).