καρκινοειδής
μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon
English (LSJ)
καρκινοειδές,
A of the crab kind, τὰ κ. Arist.PA684a14, cf. Ael.NA6.20.
II like a still, Zos.Alch.p.140 B. (cf. intr. p.149B.).
German (Pape)
[Seite 1327] ές, krebsartig, -förmig; Arist. part. anim. 4, 8; Ael. H. A. 6, 20.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
semblable à un crabe.
Étymologie: καρκίνος, εἶδος.
Russian (Dvoretsky)
καρκῐνοειδής: похожий на краба, ракообразный: τὰ καρκινοειδῆ Arst. крабообразные.
Greek (Liddell-Scott)
καρκῐνοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς καρκίνον, τὰ καρκινοειδῆ, τὰ ἀνήκοντα εἰς τὸ εἶδος τῶν καρκίνων, αἱ καρίδες τῶν καρκινοειδῶν διαφέρουσι τῷ ἔχειν κέρκον Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 8, 2 καὶ 6, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 6. 20.
Greek Monolingual
-ές (Α καρκινοειδής, -ές)
1. όμοιος με καρκίνο, με κάβουρα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καρκινοειδή
ζωολ. ομοταξία οστρακόδερμων αρθροπόδων που ζουν στις θάλασσες ή στα γλυκά νερά
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το καρκινοειδές
ιατρ. όγκος «μειωμένης κακοήθειας» που αναπτύσσεται από τα αργυρόφιλα κύτταρα του πεπτικού σωλήνα και του αναπνευστικού συστήματος
αρχ.
όμοιος με άμβυκα, ένα είδος κυπέλλου, ποτηριού.
επίρρ...
καρκινοειδώς
κατά τον τρόπο του καρκίνου, με βάδισμα σαν του κάβουρα, σαν τον κάβουρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + -ειδής (< εἶδος), πρβλ. αλωπεκοειδής, σκωληκοειδής. Το επίρρ. καρκινοειδώς μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].