καρνοστάσιον
From LSJ
English (LSJ)
Greek Monolingual
καρνοστάσιον, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) μάνδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρνος + -στάσιον (< ασθενές θ. στᾰ του ἵστημι, πρβλ. στᾰ-τός + κατάλ. -σιον), πρβλ. βουστάσιον, εργοστάσιον].
Full diacritics: καρνοστάσιον | Medium diacritics: καρνοστάσιον | Low diacritics: καρνοστάσιον | Capitals: ΚΑΡΝΟΣΤΑΣΙΟΝ |
Transliteration A: karnostásion | Transliteration B: karnostasion | Transliteration C: karnostasion | Beta Code: karnosta/sion |
καρνοστάσιον, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) μάνδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρνος + -στάσιον (< ασθενές θ. στᾰ του ἵστημι, πρβλ. στᾰ-τός + κατάλ. -σιον), πρβλ. βουστάσιον, εργοστάσιον].