καρυοβαφής

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρῠοβᾰφής Medium diacritics: καρυοβαφής Low diacritics: καρυοβαφής Capitals: ΚΑΡΥΟΒΑΦΗΣ
Transliteration A: karyobaphḗs Transliteration B: karyobaphēs Transliteration C: karyovafis Beta Code: karuobafh/s

English (LSJ)

καρυοβαφές, stained with walnut-juice, EM492.55, cf. Hsch. s.v. karuxr (ou=s) .

German (Pape)

[Seite 1331] ές, mit Nußschaalen schwarz gefärbt, E. M 492 E., Erklg von καρύκινος, man vermuthet καρυκοβαφής.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰρυοβᾰφής: -ές, βεβαμμένος διὰ βαφῆς παρασκευαζομένης ἐκ τῶν κελύφων χλωρῶν καρύων ὡς ποιοῦσι καὶ νῦν αἱ γυναῖκες βάπτουσαι τὴν μέταξαν, ἴδε Δουκάγγ.

Greek Monolingual

καρυοβαφής, -ές (Α)
ο βαμμένος με βαφή από κέλυφος νωπών καρυδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + -βαφής (< βαφή), πρβλ. αιμοβαφής, οινοβαφής].