κατάκριση

From LSJ

Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σποράProcreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid

Menander, Monostichoi, 641

Greek Monolingual

η (AM κατάκρισις) κατακρίνω
κατηγορία, επιτίμηση, μομφή, επίκριση («με αυτά που κάνει έχει την κατάκριση του κόσμου»)
μσν.-αρχ.
η καταδίκη
αρχ.
κρίση, γνώμη.