καταβρεχτήρι
From LSJ
Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
Greek Monolingual
το
φορητό δοχείο κατάλληλο για κατάβρεγμα ή για πότισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταβρέχω + κατάλ. -τήρι (πρβλ. κλαδευτήρι, ξεσκονιστήρι). Η λ. στον λόγιο πληθ. τ. καταβρεκτήρια μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη].