κατακολούω

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακολούω Medium diacritics: κατακολούω Low diacritics: κατακολούω Capitals: ΚΑΤΑΚΟΛΟΥΩ
Transliteration A: katakoloúō Transliteration B: katakolouō Transliteration C: katakoloyo Beta Code: katakolou/w

English (LSJ)

cut short, Poll.8.154.

German (Pape)

[Seite 1355] verstärktes simplex, LXX; die Rede abbrechen, Poll. 8, 154.

Greek (Liddell-Scott)

κατακολούω: κατακολοβώνω, περικόπτω, Ἑβδ. (Ἱερ. Κ΄, 4), κ. τὸν λόγον, ὥσπερ τὸ κατακρούειν, καταθορυβεῖν ἐπὶ τοῦ διακόπτειν, Πολυδ. Η΄, 154.

Greek Monolingual

κατακολούω (Α)
περικόπτω, διακόπτω («κατακολούειν τον λόγον», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κολούω «κόβω»].