καταστροφικός

From LSJ

τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό καταστροφή
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καταστροφή.
επίρρ...
καταστροφικώς και -ά (Α καταστροφικώς)
νεοελλ.
με καταστροφικό τρόπο, ολέθρια, καταστρεπτικά
αρχ.
με τον τρόπο λύσης ενός δραματικού έργου, σαν συμπέρασμα.