κεστροφύλαξ

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεστροφῠ́λᾰξ Medium diacritics: κεστροφύλαξ Low diacritics: κεστροφύλαξ Capitals: ΚΕΣΤΡΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: kestrophýlax Transliteration B: kestrophylax Transliteration C: kestrofylaks Beta Code: kestrofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ακος, ὁ, officer in charge of κέστροι 11, ib.1094, al.:—hence κεστροφυλακέω, ib.735, 736.

German (Pape)

[Seite 1426] ακος, ὁ, ein Aufseher, Wächter über die κέστροι, Inscr.

Greek Monolingual

κεοτροφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
επιγρ. αξιωματικός που είχε τη φροντίδα τών βελών που ονομάζονταν κέστροι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέστρος (είδος βέλους) + -φύλαξ (< φύλαξ), πρβλ. θαλαμοφύλαξ, χωροφύλαξ.